Διαχείριση Διασυνοριακών Υδατικών Πηγών: Η Ελλάδα και οι Γείτονες της στο Δρόμο της Συνεργασίας ή της Σύγκρουσης;
Transboundary Freshwater Resources Management: Greece and its neighbors towards Cooperation or Conflict?
Keywords
Περιβαλλοντική Ασφάλεια ; Διεθνές Δίκαιο των Υδάτων ; Συνεργασία ; Έβρος ; ΝέστοςAbstract
Οι νέες παγκόσμιες προκλήσεις επέφεραν σταδιακά την αμφισβήτηση του
ορισμού της «ασφάλειας» έτσι όπως είχε διαμορφωθεί από τις κρατούσες παραδοσιακές
αντιλήψεις. Έτσι, αν και ο πολιτικο-στρατιωτικός της πυρήνας δεν αμφισβητήθηκε,
ωστόσο νέες θεωρήσεις επιδίωξαν τη μεταφορά του κέντρου βάρους από το κράτος στον
άνθρωπο. Στα πλαίσια της ακαδημαϊκής συζήτησης η «ανθρώπινη ασφάλεια» άρχισε να
κερδίζει έδαφος. Βασικό συστατικό της εν λόγω θεώρησης αποτελεί η «περιβαλλοντική
ασφάλεια», η εδραίωση της οποίας στη διεθνή πολιτική σκηνή οφείλεται στην ανάδειξη
περιβαλλοντικών ζητημάτων ιδίως αναφορικά με τη διαχείριση των φυσικών πόρων,
όπως το νερό. Ο όρος «περιβαλλοντική ασφάλεια» γίνεται αντιληπτός με ποικίλους
τρόπους υπό διαφορετικό κάθε φορά πρίσμα. Ωστόσο, δύο είναι οι βασικές εννοιολογικές
κατηγοριοποιήσεις. Η μία εξ αυτών αποδίδει την «περιβαλλοντική ασφάλεια» με όρους
προστασίας του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για τη λεγόμενη
οικολογική ασφάλεια για την επίτευξη της οποίας απαιτείται συλλογική κινητοποίηση σε
παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την παραδοσιακή κρατικο-
κεντρική εννοιολογική προσέγγιση, ο όρος της περιβαλλοντικής ασφάλειας αναφέρεται
στη σημασία που έχει η προστασία και διαφύλαξη των περιβαλλοντικών
πλουτοπαραγωγικών πηγών για τη διατήρηση της ασφάλειας του κράτους και των
πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης εμπίπτει και η διαχείριση των φυσικών
διασυνοριακών υδατικών πόρων. Η πολυδιάστατη σημασία του νερού (ενέργεια, γεωργία
κτλ.) το τοποθετεί στο επίκεντρο της συζήτησης για το περιβάλλον. Σε παγκόσμιο
επίπεδο, διάφορες πρωτοβουλίες οδήγησαν στην υιοθέτηση κανόνων προκειμένου να
θεσμοθετηθεί η εκμετάλλευση των υδατικών πόρων από τα κράτη που τους μοιράζονται..
Στην αρχή οι κανόνες και οι νόρμες επικεντρώνονταν περισσότερο στην εκμετάλλευση
παρά στην κοινή δράση για προστασία, δίνοντας έμφαση στη θεώρηση της «περιβαλλοντικής ασφάλειας» με όρους κρατο-κεντρικούς. Σταδιακά, όμως, οι
πρωτοβουλίες και οι δράσεις μετατοπίστηκαν από την εκμετάλλευση στην προστασία
των υδάτινων πόρων και στην ανάγκη για υιοθέτηση συλλογικών κανόνων. Εντούτοις, η
έλλειψη ενός ισχυρού θεσμού παγκόσμιας εμβέλειας που να επιβάλλει στα κράτη τις
κατάλληλες πολιτικές παραμένει ένα μεγάλο αγκάθι στην προώθηση ολοκληρωμένων
συνεργασιών μεταξύ των κρατών που μοιράζονται χερσαίους υδατικούς πόρους. Σε
ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρείται μεγαλύτερη πρόοδος με την υιοθέτηση της οδηγίας
πλαίσιο 2000/60 για το νερό, η οποία υιοθετεί την λογική της αειφορίας και προάγει την
συνεργασία με σκοπό την προστασία των διασυνοριακών υδατικών πόρων.
Η Ελλάδα αποτελεί κράτος παρόχθιο σε πέντε βαλκανικούς ποταμούς εκ των
οποίων μόνον ο ένας (Αώος) πηγάζει από την ίδια. Παρόλο που η σημασία των ποταμών
αυτών είναι μεγάλη, τόσο από περιβαλλοντικής όσο κι από πολιτικο-οικονομικής
απόψεως, το επίπεδο συνεργασίας της Ελλάδος με τις γειτονικές χώρες ως προς τη
διαχείριση τους –παρά τη σχετική βελτίωση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια- σε
γενικές γραμμές παραμένει χαμηλό.
Τρεις από τους πέντε ποταμούς προέρχονται από τη Βουλγαρία (Έβρος, Νέστος
και Στρυμόνας). Εξ αυτών ο Έβρος περιλαμβάνει και τρίτο παρόχθιο κράτος, την
Τουρκία, κάτι που καθιστά τη διαχείριση του πιο πολύπλοκη (έχοντας ως δεδομένο ότι ο
ποταμός λειτουργεί και ως φυσική συνοριακή γραμμή ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία).
Και οι τρεις ποταμοί έχουν μεγάλη σημασία για τις τοπικές οικονομίες ενώ και με
περιβαλλοντικούς όρους, η σημασία τους είναι εξίσου μεγάλη. Προσπάθειες έχουν ήδη
ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο αυτές έλαβαν χώρα υπό το πρίσμα του
κυρίαρχου τότε διεθνούς εθιμικού δικαίου, δηλαδή στα πλαίσια βασικών κανόνων
εκμετάλλευσης των υδάτων. Τα βασικά στοιχεία που διείπαν τις συμφωνίες
αντιμετωπίζοντας το νερό ως εμπορικό αγαθό έως τις αρχές του 21ου αιώνα ήταν οι αρχές
της «περιορισμένης κυριαρχίας» και της «δίκαιης χρήσης». Μοναδική εξαίρεση
αποτέλεσε η συμφωνία του 1995 για τον Νέστο η οποία περιελάμβανε και την
αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προκλήσεων μέσω της βιώσιμης διαχείρισης του
ποταμού. Ωστόσο, και σ’ αυτή την περίπτωση, μεγαλύτερη έμφαση κατά τη
διαπραγμάτευση δόθηκε στην ποσότητα των υδάτων παρά στη διαμόρφωση ενός
ολοκληρωμένου σχεδίου περιβαλλοντικής διαχείρισης, ενώ με την αύξηση των
βροχοπτώσεων η συμφωνία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανενεργή. Όμως, από το 2002, και μετά υπήρξε ριζική αλλαγή και λόγω της σταδιακής εφαρμογής της ευρωπαϊκής
οδηγίας 2000/60. Παρόλα αυτά, για πληθώρα λόγων, οι εξελίξεις παρέμειναν ιδιαίτερα
αργές.
Δυτικά του Στρυμόνα υπάρχει ο ποταμός Αξιός, τον οποίο μοιράζονται η ΠΓΔΜ
και η Ελλάδα. Η διαχείριση του ποταμού παραμένει αποσπασματική, με κάθε χώρα να
ακολουθεί τη δική της πολιτική. Οι δυνατότητες εξεύρεσης μιας ολοκληρωμένης λύσης
είναι περιορισμένες λόγω των προβληματικών πολιτικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο
γείτονες χώρες. Έτσι ο Αξιός παραμένει ένας ποταμός που δέχεται ισχυρές
περιβαλλοντικές πιέσεις λόγω της έλλειψης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης.
Ο διασυνοριακός ποταμός που βρίσκεται δυτικότερα από τους άλλους είναι ο
Αώος. Πρόκειται για τον μοναδικό διασυνοριακό ποταμό που πηγάζει από την Ελλάδα. Ο
ποταμός διασχίζει την Ελλάδα και την Αλβανία και παρά την έλλειψη, και σε αυτή την
περίπτωση, ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης και μιας σταθερής συνεργασίας,
χαίρει σχετικά καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, κυρίως λόγω της περιορισμένης
εκμετάλλευσης των υδάτων του. Ο Αώος, αποτελεί άλλη μια περίπτωση διασυνοριακού
ποταμού όπου οι πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών αποτελούν τροχοπέδη για την
επίτευξη μιας επιτυχημένης συνεργασίας.
Πάντως, πέρα από τις προβληματικές διμερείς σχέσεις που επηρεάζουν την
κατάρτιση ολοκληρωμένων διασυνοριακών σχεδίων διαχείρισης στους πέντε
προαναφερθέντες ποταμούς, μεγάλη αρνητική συμβολή έχουν τα γραφειοκρατικά
μοντέλα όπως και η διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον σε κάθε
μία από τις εν λόγω χώρες. Μη εξαιρουμένης της Ελλάδος, παρατηρείται ένας
κατακερματισμός αρμοδιοτήτων που εκ των πραγμάτων καθιστά το συντονισμό
εξαιρετικά δυσχερή και την διακρατική συνεργασία σχεδόν αδύνατη.
Η μοναδική περίπτωση επιτυχημένης διασυνοριακής διαχείρισης αποτελεί προς το
παρόν η λίμνη Πρέσπα. Οι λόγοι που έχει καταγραφεί πρόοδος στην περίπτωση αυτή
είναι τρεις. Ο πρώτος είναι ότι η Ελλάδα, ως περιφερειακή δύναμη, θεώρησε πώς η
προώθηση μιας τριμερούς συνεργασίας θα ήταν προς το συμφέρον της και προς το
συμφέρον της σταθερότητας στην περιοχή. Ο δεύτερος λόγος έγκειται στην μεγάλη
περιβαλλοντική σημασία της λίμνης που κέντρισε το ενδιαφέρον ΜΚΟ αλλά και
ιδρυμάτων από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό. Οι διεθνείς οργανώσεις και οι οργανισμοί – κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί - που συμμετέχουν στη διαχείριση
αποτελούν το συνδετικό κρίκο που βάζει σε δεύτερη μοίρα τα διάφορα προβλήματα που
υπάρχουν στις αντίστοιχες περιπτώσεις των διασυνοριακών ποταμών. Τέλος, ο τρίτος
λόγος είναι ότι η Πρέσπα αποτελεί λίμνη και όχι ποταμό και άρα η δυναμική της ως
φυσικός πλουτοπαραγωγικός πόρος και η σημασία της δεν φτάνει εκείνη ποταμών όπως
ο Νέστος ή ο Έβρος.
Η παρούσα μελέτη χρησιμοποιώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση που
απορρέει από την πολυπλοκότητα του ίδιου του υπό εξέταση θέματος, επιδιώκει από τη
μία πλευρά να παρουσιάσει την παρούσα κατάσταση όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα από τις
προηγούμενες δεκαετίες και από την άλλη να περιγράψει και να αναλύσει του λόγους
που οδήγησαν στις παρούσες συνθήκες. Προσεγγίζοντας το θέμα μέσα από διάφορες
οπτικές γωνίες, όπως νομικές, ιστορικές, με όρους δημόσιας διοίκησης και ούτω καθεξής,
η μελέτη προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που κρύβονται πίσω από την παρούσα
κατάσταση κατηγοριοποιώντας τους σε διμερές επίπεδο και στα επιμέρους εθνικά
επίπεδα, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο σε μια πιθανή μελλοντική πρόοδο που θα
αφήσει στις καλένδες την υπάρχουσα κατακερματισμένη διαχείριση των διασυνοριακών
υδατικών πόρων.
Abstract
New global challenges led to the gradual contestation of the traditional
perceptions around the term of “Security.” Even if the political-military perception has
not been contested at its core, new insights attempted to transfer the focus from the state
to the human. Within this framework, the concept of “human security” appeared in
academic discourse. One of its basic directions is “environmental security” which has
been established along with the continuous rise of environmental issues and in particular
the importance of water resources, on the international political agenda. The definition of
“environmental security” differs according to the angle from which one approaches it.
However, there are two main conceptual categorizations. The first understands
“environmental security” in terms of environmental protection (ecological security) that
needs collective action to be accomplished. The second one considers it as a traditional
state-centric term, referring to the importance of protecting the environmental, wealthproducing
resources that help maintain a state’s security and that of its citizens.
Within this discussion lies the management of transboundary freshwater
resources. The multifaceted importance of water (energy, irrigation, etc.) placed it at the
center of the discussion on the environment. At a global level, various initiatives led to
the adoption of rules in an attempt to delimit the framework within which states sharing
freshwater resources can utilize them. In the beginning, these rules and norms focused
mostly on the utilization instead of collective action for protection, clearly underlining the
understanding of “environmental security” within state-centric terms. Gradually,
however, initiatives and actions moved from utilization towards the protection of
freshwater resources and to the need to adopt common principles. Yet, the lack of a
recognized institution of global reach empowered to impose on states the necessary policies remains an obstacle for the promotion of integrated collaboration among states
sharing freshwater resources. At a European level, progress is more obvious since the
adoption of the 2000/60 Water Framework Directive, promoting cooperation with the
goal of protecting transboundary freshwater resources.
Greece is a riparian state of five Balkan rivers of which only one (the Aoos/Vjose)
springs from her territory. Despite the fact that these rivers are of significant importance
in environmental and political-economic terms, the level of cooperation between Greece
and the neighboring countries as far as their management is concerned remains low, with
a slight exception of a relative improvement taking place during the last years.
Three out of five rivers come from Bulgaria (the Evros/Meric/Maritza, the
Nestos/Mesta and the Strymonas/Struma). Of these, the Evros River also includes a third
riparian state, Turkey, making its management even more complicated compared to the
other two (the River is also a natural border line between Greece and Turkey). All three
rivers are of great importance not only for the local economies but also in environmental
terms. Attempts for cooperation have begun from the 1960s. Yet, these took place within
the framework of the dominant international customary law, meaning under the basic
principles of utilization of the water. The basic elements of the agreements until the early
21st century were the principles of “limited sovereignty” and of “equal utilization”
treating water as a commercial good. The only exception was the 1995 agreement for the
Nestos River that included confronting environmental challenges through the sustainable
management of the river. However, even in this case, greater attention during the
negotiations was paid to the quantity of the water instead of the configuration of an
integrated plan of environmental management, while with the increase of rainfall the
agreement remained for the most part inactive. Since 2002 due to the WFD that gradually
began to be implemented there was a radical change. Nevertheless the developments
remained quite slow for a number of reasons.
West of the Strymonas lies the Axios (Vardar) River which is shared by FYROM
and Greece. Its management remains fragmented with the two riparians following their
own policies. The chances of finding an integrated solution are limited mostly because of
the problematic political relations between the two neighboring countries. Thus, the
Axios remains a river that receives important environmental pressures due to the lack of
an integrated management plan.
The last transboundary river lying to the West of Greece is the Aoos (Vjose). The
Aoos is the only transboundary river coming from Greece. The river crosses Greece and
Albania and despite, once more, the lack of an integrated management plan and a stable
cooperation scheme, it has a generally good environmental status mostly because of the
limited utilization of its waters. The Aoos River is one more case of a transboundary river
where the political relationship of the two riparian states is limiting the achievement of
successful cooperation.
Yet, problematic political relations are not the only hindrance to creation of
integrated transboundary management planned in the aforementioned case studies. The
national bureaucratic models and the decision-making process related to environmental
issues of the riparian states have also contributed negatively. With Greece not excluded,
there is a great complexity in the jurisdictions among the different agencies and
ministries, which makes coordination extremely difficult and transboundary cooperation
almost impossible.
The only case of successful transboundary cooperation at the moment is the
Prespa Lakes. The reasons behind the progress so far are three. The first one is related to
Greece and the fact that she, as a regional power, considered the promotion of trilateral
cooperation to be a step toward regional stability. The second reason lies in the great
environmental importance of the lake, which attracted the interest of national and
international NGOs and institutions. International Organizations, governmental or not,
participating in the management of the lake are the connecting ring which moved beyond
the various problems existing in the case studies of the aforementioned rivers. Finally, the
third reason is that the Prespa Lakes have less significance as a wealth producing
resource, compared to the rivers.
This research, by using a multidisciplinary approach stemming from the great
complexity of the subject itself, proceeds on the one had to present the current situation as
it has evolved throughout the past decades and on the other to describe and analyze the
reasons for developments up to the present. By questioning the topic from different
angles, such as legal, historical relations, public administration and so on, the research
identifies the main reasons behind the current situation, categorizing them into those
related to the bilateral context and those to the national context, thus contributing to the
possibility of future progress that will leave the existing fragmented management behind.
Number of pages
349Faculty
Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών ΕπιστημώνAcademic Department
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών ΣχέσεωνLanguage
EnglishThe following license files are associated with this item: