Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.advisorΤσακίρη, Δέσποινα
dc.contributor.authorΚαλλιμάνη, Μαρία
dc.date.accessioned2017-11-15T10:59:42Z
dc.date.available2017-11-15T10:59:42Z
dc.date.issued2017
dc.identifier.urihttp://amitos.library.uop.gr/xmlui/handle/123456789/3715
dc.descriptionΑριθμός Εισαγωγής: 011893-011894 cdel
dc.description.abstractH αξιολόγηση των μαθητών μέσω των γραπτών εξετάσεων αποτέλεσε πάντα κεντρικό ερευνητικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, όσον αφορά στην επιλεκτική και αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, το ερευνητικό ενδιαφέρον για τις γραπτές εξετάσεις έχει ανανεωθεί, όσον αφορά στα τρέχοντα προτάγματα της ευρωπαϊκής και διεθνούς Εκπαιδευτικής Πολιτικής σχετικά με την επιδίωξη της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας στην εκπαίδευση. Εντός αυτού του πλαισίου, η παρούσα διατριβή διερευνά τις «Θεσμικές, Οργανωτικές και Διυποκειμενικές Διαστάσεις της Γραπτής Εξέτασης», εστιάζοντας στις πρακτικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί της λυκειακής βαθμίδας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Κεντρικός ερευνητικός στόχος της, λοιπόν, είναι να μελετήσει τις γραπτές εξετάσεις και γενικότερα τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί σε σχέση με την αξιολόγηση των μαθητών τους, όπως διαμορφώνονται στο πολυσύνθετο πλαίσιο των θεσμικών, οργανωτικών και διυποκειμενικών διαστάσεων που τις διέπουν, προκειμένου να φωτίσει αυτές τις διαστάσεις και να αναδείξει τα κοινωνικά, λειτουργικά και υποκειμενικά διακυβεύματα που συνδέονται με τη χρήση των γραπτών εξετάσεων στο Λύκειο καθώς και τις επιπτώσεις τους στους εκπαιδευτικούς ως εμπλεκόμενους συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρεί να καταγράψει τους τρόπους με τους οποίους και τους σκοπούς για τους οποίους δηλώνουν ρητά οι εκπαιδευτικοί ότι εφαρμόζουν την πρακτική της γραπτής εξέτασης στο μικροεπίπεδο της τάξης και της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και να εντοπίσει τις κοινωνικές σημασίες με βάση τις οποίες νοηματοδοτούν τις γραπτές δοκιμασίες και εκλογικεύουν τη χρήση τους, προκειμένου να ανιχνεύσει τις υπόρρητες προσδοκίες και προθέσεις, τις οποίες επιχειρούν να πραγματώσουν μέσω αυτών. Στην προσπάθεια ανίχνευσης των παραπάνω ζητημάτων, επιχειρεί να συνδυάσει μεθοδολογικά την ποσοτική και την ποιοτική εμπειρική έρευνα, προκειμένου να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα τόσο για τις ρητές παραδοχές όσο και για τις υπόρρητες προσδοκίες των εκπαιδευτικών. Η έρευνα διεξήχθη στο Νομό Κορινθίας, με δείγμα εκπαιδευτικών από το σύνολο των Λυκείων της περιοχής και υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση της έρευνας έγινε συλλογή δεδομένων με τη χρήση ερωτηματολογίου, με βασικό στόχο να γίνει μια ποσοτική αποτύπωση των επιλογών των εκπαιδευτικών σε σχέση με τη συχνότητα και τον τρόπο που χρησιμοποιούν την πρακτική των γραπτών δοκιμασιών στην τάξη, καθώς και μια καταγραφή των στοιχείων εκείνων της θεσμικής και λειτουργικής πραγματικότητας του σχολείου τα οποία επικαλούνται, για να εκλογικεύσουν τις επιλογές τους αυτές. Στη δεύτερη φάση, η συλλογή δεδομένων συμπληρώθηκε με τη χρήση του ερευνητικού εργαλείου της ημιδομημένης συνέντευξης, όπου επιχειρήθηκε να προκληθούν οι εκπαιδευτικοί μέσα από αφηγήσεις ζωής να αποκαλύψουν, ενδεχομένως, υποκειμενικά βιώματα που έχουν καθορίσει τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες με τις οποίες επενδύουν το θεσμό των εξετάσεων αλλά και τις άρρητες προθέσεις και προσδοκίες που επιδιώκουν να πραγματώσουν μέσα από αυτήν την πρακτική. Πάντως, λόγω του θέματος και του στόχου της εργασίας, η κατασκευή των ερευνητικών εργαλείων και η λογική της ανάλυσης των δεδομένων είναι στη βάση και στο σύνολό της ποιοτική. Από τα ευρήματα της έρευνας διαφαίνεται ότι οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί καθορίζονται από ένα σύνθετο πλέγμα υποκειμενικών αντιλήψεων, στάσεων και προθέσεων που υπερβαίνει τα στενά όρια της υποχρέωσής τους να αξιολογήσουν τους μαθητές τους συμμορφούμενοι προς το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο της εκπαίδευσης. Αντίθετα, φαίνεται συχνά να υπερβαίνουν το νομοθετικό πλαίσιο επηρεάζοντας ως ενεργοί δρώντες την οργανωτική λειτουργία του σχολείου μέσα στα πλαίσια που τους επιτρέπεται από τις επιβεβλημένες διαστάσεις του ρόλου τους. Σε σημαντικό βαθμό, υπερβαίνουν τη νομοθεσία ως προς τη συχνότητα και τη δυσκολία των γραπτών δοκιμασιών στις οποίες υποβάλλουν τους μαθητές, τείνοντας να εκλογικεύσουν την επιλογή τους αυτή επικαλούμενοι την πίεση των Πανελληνίων εξετάσεων και τη γενικότερη χρησιμότητα των γραπτών εξετάσεων για την ευρύτερη διανοητική αλλά και ηθική συγκρότηση των μαθητών. Περαιτέρω, αναδεικνύεται ότι οι εκπαιδευτικοί εφαρμόζουν κατά βούληση την πρακτική της γραπτής εξέτασης στα πλαίσια της θεσμικής τους υποχρέωσης να αξιολογήσουν τους μαθητές, επειδή επιχειρούν μέσω αυτής να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγελματικού τους ρόλου αλλά κυρίως να ενισχύσουν και να επιβεβαιώσουν τον ρόλο αυτό, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ποικίλες αμφισβητήσεις του επιστημονικού τους κύρους και της επαγγελματικής τους αποτελεσματικότητας είτε αυτή αξιολογείται επισήμως είτε όχι. Η ιδανική εικόνα αυτού του ρόλου συναιρεί στοιχεία, όπως η ικανότητα αντικειμενικής κρίσης (αξιολογητής), η κατοχή της επιστημονικής γνώσης (επιστήμων-εκπαιδευτής) και η ικανότητα επιβολής της τάξης (παιδονόμος). Ωστόσο, όπως αναδεικνύεται από τα ευρήματα της έρευνας, οι εκπαιδευτικοί φαίνεται μάλλον να αποποιούνται παρά να υιοθετούν τις παραπάνω διαστάσεις του ρόλου τους, καθώς τις έχουν συνδέσει με μια σειρά από αρνητικά προσωπικά βιώματα και φαντασιακές απειλές, ενώ ενεργοποιούν την πρακτική της γραπτής εξέτασης, για να τις αντιμετωπίσουν. Καθώς, λοιπόν, δεν επιθυμούν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους το ρόλο του αυστηρού κριτή, του τεχνοκράτη εκπαιδευτή ούτε του αυταρχικού παιδονόμου, υιοθετούν το ρόλο του παιδαγωγού, που αποδίδει συνολικά την ιδανική εικόνα του καλού δασκάλου, που φαίνεται να έχουν διαμορφώσει στο δικό τους φαντασιακό με βάση τις μαθητικές τους εμπειρίες, θετικές ή αρνητικές, και τις απαιτήσεις που εγείρει από αυτούς η πραγματικότητα της επαγγελματικής τους ζωής. Ο ρόλος αυτός του παιδαγωγού βρίσκει ισχυρά ερείσματα στον ψυχισμό των εκπαιδευτικών, καθώς αποποιείται κάθε αρνητική και αγχογόνα διάσταση της δουλειάς τους και συναιρεί όλες τις ευχάριστες, δημιουργικές και χρήσιμες πτυχές της. Έτσι, ο παιδαγωγός είναι ένας κατηρτισμένος επιστήμονας, που ταυτίζει την αξία της επιστημονικής του γνώσης όχι με τα μετρήσιμα αποτελέσματα οποιασδήποτε εξεταστικής διαδικασίας αλλά με την διαμορφωτική επίδραση που μπορεί να έχει αυτή στο χαρακτήρα και την προσωπικότητα των μαθητών του· είναι ένας μέντορας των νέων παιδιών στην επίπονη αναζήτηση της γνώσης και της επιστήμης, η οποία θα τους εξασφαλίσει την ολοκλήρωση της προσωπικότητας τους και το ευ ζην.el
dc.format.extent524 σελ.el
dc.language.isoelel
dc.publisherΠανεπιστήμιο Πελοποννήσουel
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/*
dc.subjectΕξετάσεις, Σχολικές -- Ελλαδαel
dc.subjectΜαθητές -- Αξιολόγηση των -- Ελλάδαel
dc.subjectΕκπαίδευση, Δευτεροβάθμια -- Ελλάδαel
dc.subjectΕκπαιδευτική αξιολόγηση -- Ελλάδαel
dc.titleΗ γραπτή εξέταση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: θεσμικές, οργανωτικές και διυποκειμενικές διαστάσειςel
dc.typeΔιδακτορική διατριβήel
dc.contributor.committeeΚατσής, Αθανάσιος
dc.contributor.committeeΠαπακωνσταντίνου, Παναγιώτης
dc.contributor.departmentΤμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικήςel
dc.contributor.facultyΣχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημώνel
dc.description.abstracttranslatedStudent assessment through written examinations has always been a main research subject for Sociology of Education in terms of the selective and reproductive function of school. In recent decades, however, the research interest in written examinations has been renewed with regard to the current issues of european and international Educational Policy in relation to the pursuit of quality in education. Within this framework, this dissertation explores the "Institutional, Organizational and Inter-Subjective Dimensions of the Written Examination", focusing on the practices implemented by the teachers of Upper Secondary Education (Lyceum). Its main research objective is, therefore, to study the written examinations and generally the practices implemented by the teachers in relation to the assessment of their pupils, as they are formed in the complex context of the institutional, organizational and inter-subjective dimensions that govern them, in order to illuminate these dimensions and to highlight the social, functional and subjective implications associated with the use of written examinations and their impact on teachers as actors, involved in the educational process. In particular, it attempts to record the ways in which and the purposes for which teachers state that they use written examinations at the micro level of the classroom and the daily educational process, as well as to identify the social significations, based on which they assign meaning to written examinations and rationalize their use, in order to detect the underlying expectations and intentions they attempt to realise through them. Trying to address the aforementioned issues, we attempt to combine quantitative and qualitative empirical research methodology, in order to gather as much data as possible about both the explicit assumptions and the implicit expectations of teachers. The research was conducted in the Prefecture of Corinth, with a sample of teachers from all Lyceums in the region, and was carried out in two parts. In the first part of the research, data was collected using a questionnaire, with the main objective of quantifying the teachers' choices in relation to the frequency and the way they use written examinations in the classroom, as well as recording those elements of the institutional and organisational reality of the school, which they tend to invoke, in order to rationalize their practices. In the second part of the research, data collection was completed by the use of semi-structured interviews, where teachers were provoked to engage in life narratives, in order to reveal personal experiences that may have defined the social imaginary significations with which they have invested the institution of written examinations, as well as the implicit intentions and aspirations they seek to achieve through this practice. However, due to the topic and the objective of this dissertation, the construction of the research tools and the rationale of the data analysis are basically qualitative. The research findings show that the practices implemented by teachers are defined by a complex set of subjective perceptions, attitudes and intentions that go beyond the restricted limits of their obligation to evaluate their pupils in accordance with the institutional and organizational framework of education. On the contrary, they often seem to go beyond the legislative directives of school evaluation, by influencing the organizational function of the school as actors within the margins allowed to them by the required dimensions of their role. To a considerable extent, they exceed current legislative directives as regards the frequency and difficulty of written tests they give their students, while at the same time they tend to rationalize their choices by referring to the pressure of the Panhellenic University Entrance Examinations and the broader benefits of written examinations for the general intellectual and moral shaping of young students’ personalities. Furthermore, it appears that teachers use written tests at will, in the context of their institutional obligation to evaluate pupils, in an attempt to respond to the requirements of their professional role, but above all, in an attempt to strengthen and confirm this role in order to deal with various challenges of their scientific status and professional performance, regardless if they are officially evaluated or not. The ideal image of this role comprises elements such as the ability for objective judgment (evaluator), the possession of scientific knowledge (scientist-instuctor) and ability to enforce order (disciplinarian). However, as revealed by the findings of the research, teachers seem rather to reject than to adopt the above dimensions of their role, as they have linked them to a series of negative personal experiences and imaginary threats, which they are trying to deal with by using written examinations as an evaluation and teaching practice. Since they do not want to claim for themselves the role of the strict evaluator, of the specialised instructor or of the stern disciplinarian, they adopt the role of the educator, that depicts the ideal image of the good teacher as a whole, an image which they seem to have formed in their own social imaginary, based on their positive or negative experiences, initially as students and later as teachers in relation to the demands that the realities of their professional life raise from them. This role of the educator claims strong foundations in the psyche of teachers, as it rejects all negative and stressful elements of their job, while encompassing every enjoyable, creative and useful side of it. So, the educator is a skilled scientist who identifies the value of his scientific knowledge not with the measurable results of any examination process but with the formative effect that it can have on the character and personality of his/her students; he/she is a mentor of young children in the painstaking quest for knowledge and science, which will ensure their personal development and well-being.el


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail
Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα
Εκτός από όπου επισημαίνεται κάτι διαφορετικό, το τεκμήριο διανέμεται με την ακόλουθη άδεια:
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα