Η αβεβαιότητα στην αποζημίωση της φαρμακευτικής καινοτομίας. Εναλλακτικές και δυνατότητες των συμφωνιών ελεγχόμενης πρόσβασης στην Ευρώπη.
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Συγγραφέας
Θεοδωροπούλου, Φανή
Ημερομηνία
2020Επιβλέπων
Κοντούλη-Γείτονα, ΜαρίαΘεματική επικεφαλίδα
Φαρμακευτική πολιτική -- Ευρωπαϊκή Ένωση, Χώρες της ; Υγειονομική πολιτική -- Ευρωπαϊκή Ένωση, Χώρες της ; Υγειονομική περίθαλψη -- Ευρωπαϊκή Ένωση, Χώρες της ; Φάρμακα -- Αποδοτικότητα κόστους -- Ευρωπαϊκή Ένωση, Χώρες τηςΛέξεις κλειδιά
Συμφωνίες ελεγχόμενης πρόσβασης ; Αβεβαιότητα ; Επιμερισμός κινδύνου ; Ευρώπη ; Managed entry agreements ; Uncertainty ; Risk sharing ; EuropeΠερίληψη
Οι συμφωνίες ελεγχόμενης πρόσβασης αποτελούν μια στρατηγική που κερδίζει συνεχώς έδαφος στην Ευρώπη, καθώς επιτρέπει την ταχύτερη πρόσβαση σε ακριβές, καινοτόμες θεραπείες. Ειδικά στον τομέα της ογκολογίας και των φαρμάκων υψηλού κόστους, η αναγκαιότητα ανάπτυξης συμφωνιών αποτελεί μονόδρομο σε περιβάλλον δημοσιοοικονομικής ύφεσης, καθώς η σύναψη συμφωνιών απαντά διαχειριστικά το μείζονα θέμα της αβεβαιότητας στην αξιολόγηση, αποζημίωση και επιμερισμού κόστους. Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στην καταγραφή και ανάλυση του πλαισίου εφαρμογής στην Ευρώπη και μέσα από την βιβλιογραφική αναζήτηση ανέδειξε πέντε ευρωπαϊκές χώρες με επαρκή εμπειρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Σουηδία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία. Η συγκριτική ανάλυση οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κάποιος τύπος συμφωνίας που να υπερτερεί, καθώς η συνολική δομή του εκάστοτε συστήματος υγείας, η ύπαρξη υποδομών και η πολιτική υγείας με τις προτεραιότητες που θέτει καθορίζουν το ευρύτερο πλαίσιο. Συνολικά, υποδηλώνεται μια προσπάθεια μετάβασης από απλά σχήματα οικονομικού τύπου σε πιο περίπλοκα σχήματα που περιλαμβάνουν καταγραφή εκβάσεων υγείας σε ρεαλιστικές συνθήκες κλινικής πρακτικής ως πιο συγκροτημένα σχήματα που στηρίζονται στην αποτίμηση της συνολικής αξίας μιας θεραπείας. Παρά το γεγονός ότι η αξιολόγηση των εφαρμοσμένων συμφωνιών και η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ελλιπής, οι πληρωτές θεωρούν ότι οι διαπραγματεύσεις με τη φαρμακοβιομηχανία πρέπει να συνεχιστούν. Στην Ελλάδα παρότι υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος εφαρμογής τους, παρόλα αυτά επιχειρείται η παρουσίαση κάποιων προτάσεων. Η αναλυτική προσέγγιση των χαρακτηριστικών ενός προϊόντος, η κατανόηση των διαφορετικών ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών και προτεραιοτήτων και οι δυνατότητες των υποδομών του εκάστοτε συστήματος υγείας συστήνονται ως οι κρίσιμοι συντελεστές στην επιτυχή ανάπτυξη συμφωνιών.
Περίληψη
Managed entry agreements are gaining ground in Europe as they allow faster access to innovative and high cost pharmaceuticals. Especially on Oncology and high cost drugs, these types of agreements are a necessity due to the economic recession, as managed entry agreements are deal with the major issue of uncertainty in effectiveness assessment, reimbursement and cost sharing. In this dissertation, the aim is to capture and analyze the framework of implementing managed entry agreements across Europe, and through literature review, five European countries with sufficient experience are presented: UK, Italy, Sweden, Portugal and the Netherlands. The comparative analysis, indicates that there is no dominant type of agreement but the health care system, the infrastructure the health priorities are regulating and shaping the environment for the type of an agreement. There is a trend to move from simple financial discounts to more sophisticated agreements based on health outcomes, that assess value in real life conditions. Although the assessment of applied agreements and the exchanged information are not sufficient, payers tend to believe that negotiations with the pharmaceutical industry should be continued. In Greece although existing a legislative framework, it is not clear how managed entry agreements could be implemented, nevertheless some suggestions are described. Critical factors for successful agreements are considered a detailed approach of product characteristics, the understanding of different health unmet needs and priorities and the health system infrastructure capabilities.