Εμφάνιση απλής εγγραφής

Η αγορά εργασίας στη Γερμανία και στην Ελλάδα, η επίδραση των συνδικάτων, συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις αμοιβές εργασίας τη χρονική περίοδο 2000 - 2021

dc.contributor.advisorΚαμμάς, Παντελής
dc.contributor.authorΜαζαράκης, Απόστολος
dc.date.accessioned2023-11-02T13:01:40Z
dc.date.available2023-11-02T13:01:40Z
dc.date.issued2023-09
dc.identifier.urihttps://amitos.library.uop.gr/xmlui/handle/123456789/7642
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26263/amitos-1145
dc.descriptionΑριθμός Εισαγωγής: 013743 cdel
dc.description.abstractΤα οικονομικά της εργασίας, κάνουν την παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν την καλύτερη δυνατή θέση απασχόλησης και υποθέτουν ότι οι επιχειρήσεις επιδιώκουν την κερδοφορία. Εργαζόμενοι και εργοδότες, έχουν διαφορετικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Οι μεν πρώτοι επιδιώκουν να πουλήσουν την εργασία τους στην υψηλότερη τιμή, ενώ οι εργοδότες, επιθυμούν να αγοράσουν εργασία στη χαμηλότερη τιμή. Οι τύποι των οικονομικών ανταλλαγμάτων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, περιορίζονται από ένα σύνολο κρατικών κανόνων, που καθορίζουν τις συναλλαγές στην αγορά εργασίας. Μέσα από το μηχανισμό της προσφοράς και ζήτησης εργασίας προκύπτει και ο προσδιορισμός του εργατικού μισθού. Η προσφορά εργασίας επηρεάζεται από το επίπεδο των μισθών σε άλλες αγορές εργασίας στις οποίες έχουν πρόσβαση οι εργαζόμενοι, το επίπεδο του εισοδήματος που δεν προέρχεται από εργασία, την μεταβολή των προτιμήσεων μεταξύ κατανάλωσης και σχόλης, τα μη μισθολογικά χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας και τον αριθμό των εργαζομένων που προσφέρει εργασία για τις ίδιες θέσεις ειδικευμένης εργασίας. Η ζήτηση εργασίας, πέρα από τις μεταβολές στη ζήτηση για το παραγόμενο προϊόν, τις τιμές των άλλων συντελεστών παραγωγής και τον αριθμό των επιχειρήσεων που ζητούν εργασία, επηρεάζεται κυρίως από μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας. Η παραδοσιακή μικροοικονομική θεωρία παραδέχεται τη συσχέτιση μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας εργασίας. Τα σωματεία εργαζομένων, έχουν ως κύριο σκοπό, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση των χρηματικών αποδοχών των μελών τους. Όταν όμως τα εργατικά σωματεία, αρνούνται να δεχτούν μείωση του μισθού, χάνεται η εξισορροπητική λειτουργία της αγοράς, ο μισθός δε μειώνεται και εμφανίζεται διάσταση ανάμεσα στην προσφερόμενη και ζητούμενη ποσότητα. Επομένως, η ακαμψία των μισθών, αδρανοποιεί τον αυτόματο μηχανισμό εξισορρόπησης της αγοράς εργασίας. Προκειμένου να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα και τη Γερμανία για την περίοδο από το έτος 2000 έως και το έτος 2021, αντλήσαμε στοιχεία μέσα από τον ιστότοπο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, 2023). Συγκεκριμένα εξήχθησαν οι ακόλουθοι δείκτες :  Η Παραγωγικότητα εργασίας σε ετήσιο ρυθμό αύξησης (%),  Η Αποζημίωση εργασίας ανά ώρα εργασίας σε συνολικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (%) και  το Μοναδιαίο Κόστος εργασίας ανά ώρα εργασίας σε ποσοστό μεταβολής της προηγούμενης περιόδου. Σύμφωνα με τα δεδομένα που αντλήθηκαν αναφορικά με την Ελλάδα, παρατηρούμε έντονη απόκλιση μεταξύ της παραγωγικότητας εργασίας και των αμοιβών εργασίας κυρίως μέχρι τη Μεγάλη ύφεση του 2008, με το ύψος των αμοιβών εργασίας να υπερκαλύπτει το αντίστοιχο μέγεθος της παραγωγικότητας εργασίας, φαινόμενο που προερχόταν κυρίως από τις πιέσεις που ασκούσαν τα συνδικάτα για αυξήσεις μισθών, μέχρι εκείνη την περίοδο. Σχετικά με τη δράση των συνδικάτων στην Ελλάδα, οι νομοθετικές παρεμβάσεις του 1990 επέτρεψαν τη δραματική αύξηση της θεσμικής δύναμης του ελληνικού εργατικού κινήματος μέχρι το 2012. Τα ισχυρά συνδικάτα δημοσίων υπαλλήλων και δημόσιων επιχειρήσεων κατάφεραν να εξασφαλίσουν πολύ υψηλούς μισθούς και εισοδήματα για τα μέλη τους. Η δομή των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά μεγάλο δημόσιο τομέα και η εργασία σε αυτόν οργανώνεται σε ισχυρά ανεξάρτητα συνδικάτα. Υπάρχουν σημαντικές στρατηγικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των συνδικάτων και της κυβέρνησης που προκαλούν υψηλή μεροληψία δαπανών και, κατά συνέπεια, υψηλούς φόρους και υψηλή συσσώρευση χρέους. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό κρατικού ελέγχου. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε περαιτέρω στρεβλώσεις στην οικονομία, μειώνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, την παραγωγή, την ανάπτυξη και την ικανότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει την κρίση δημόσιου χρέους που ξέσπασε το 2010. Την περίοδο 2000 - 2010, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δυσκολίες έχοντας χάσει την ανταγωνιστικότητά της. Ως συνέπεια της κρίσης χρέους εμφανίζεται η μείωση των αμοιβών εργασίας, που ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στις αρχές του 2010, η Ελλάδα πέρασε από μία επεκτατική σε μία ακραία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, ως αντάλλαγμα της εξωτερικής χρηματοδοτικής στήριξης που λήφθηκε από τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Το μνημόνιο επέφερε περικοπές μισθών και συντάξεων, μαζική ανεργία, αυξήσεις φόρων και την κατάρρευση του συλλογικού συστήματος διαπραγματεύσεων που είχε υιοθετηθεί το 1990. Αντίθετα, στη Γερμανία τα συνδικάτα επέδειξαν εξαιρετική επιμονή στη συγκράτηση των μισθών για παρατεταμένες χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, ακόμη και σε περιόδους αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας και μείωσης της ανεργίας. Η μισθολογική συγκράτηση που επέδειξαν τα συνδικάτα εκεί, συνέβαλε στη χαμηλή αύξηση των μισθών που παρατηρήθηκε στη Γερμανία μεταξύ 2000 και 2008. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, με τα ποσοστά ανεργίας σε χαμηλό ρεκόρ στη Γερμανία, τα συνδικάτα γίνονται πιο επιθετικά ως προς τις μισθολογικές τους απαιτήσεις και κατά την περίοδο αυτή η αύξηση των μισθών αρχίζει να επιταχύνεται. Η Γερμανία επεδίωξε τη βελτίωση της στην ανταγωνιστικότητα μέσω μικρότερων αυξήσεων στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας συνέβαλε στη μείωση της ανεργίας, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Η δράση των συνδικάτων στην Ελλάδα και τη Γερμανία μετά το έτος 2000, είχε βαρυσήμαντα αποτελέσματα. Την περίοδο 2000 - 2010, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δυσκολίες, έχοντας χάσει την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τη Γερμανία. Από το 1999, το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά περίπου 20% λιγότερο στη Γερμανία από ό,τι στη νότια Ευρώπη. Στα πλαίσια αυτά, τονίζεται η ανάγκη τα νότια ευρωπαϊκά μέλη της ευρωζώνης να μειώσουν το μισθολογικό τους κόστος για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα που έχασαν μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος. Συμπερασματικά, η έρευνα καταλήγει στη διαπίστωση ότι εάν τα συνδικάτα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία καθορισμού των μισθών και γενικά απαιτούν υψηλούς μισθούς, ορισμένη συγκράτηση των μισθών για περιορισμένο χρονικό διάστημα μπορεί να είναι μια ευεργετική απάντηση σε καταστάσεις οικονομικού σοκ ή σε πιο μακροπρόθεσμες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.el
dc.format.extent92el
dc.language.isoelel
dc.publisherΠανεπιστήμιο Πελοποννήσουel
dc.subjectΑγορά εργασίας -- Γερμανίαel
dc.subjectΑγορά εργασίας -- Ελλάδαel
dc.subjectΕργατικά σωματεία -- Γερμανίαel
dc.subjectΕργατικά σωματεία -- Ελλάδαel
dc.subjectΕργασιακή πολιτική -- Γερμανίαel
dc.subjectΕργασιακή πολιτική -- Ελλάδαel
dc.subjectΕργασιακή παραγωγικότητα -- Γερμανίαel
dc.subjectΕργασιακή παραγωγικότητα -- Ελλάδαel
dc.subjectΕργατικό κόστος -- Γερμανίαel
dc.subjectΕργατικό κόστος -- Ελλάδαel
dc.subjectΜισθοί -- Γερμανίαel
dc.subjectΜισθοί -- Ελλάδαel
dc.titleΗ αγορά εργασίας στη Γερμανία και στην Ελλάδα, η επίδραση των συνδικάτων, συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις αμοιβές εργασίας τη χρονική περίοδο 2000 - 2021el
dc.title.alternativeThe labour market of Germany and Greece, the impact of trade unions, a comparative analysis between labour productivity and labour compensation for the period between 2000 - 2021el
dc.typeΜεταπτυχιακή διπλωματική εργασίαel
dc.contributor.committeeΦωτόπουλος, Νίκος
dc.contributor.committeeΚουτσαμπέλας, Χρίστος
dc.contributor.departmentΤμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικήςel
dc.contributor.facultyΣχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημώνel
dc.contributor.masterΕκπαίδευση, Ανθρώπινο Δυναμικό, Πολιτικές Απασχόλησηςel
dc.subject.keywordΑγορά εργασίαςel
dc.subject.keywordΕργατικά συνδικάταel
dc.subject.keywordΠαραγωγικότητα εργασίαςel
dc.subject.keywordΑμοιβές έργασίαςel
dc.subject.keywordΜοναδιαίο κόστος εργασίαςel
dc.subject.keywordLabor marketel
dc.subject.keywordTrade unionsel
dc.subject.keywordLabor productivityel
dc.subject.keywordLabor compensationel
dc.subject.keywordUnit labor costsel
dc.description.abstracttranslatedLabor economics admits that workers seek the best possible employment position and assumes that firms pursue profitability. Employees and employers have different objectives. The former seek to sell their labor at the highest price, while the employers wish to buy labor at the lowest price. The types of economic exchanges between employers and employees are limited by a set of government rules that determine labor market transactions. Through the mechanism of labor supply and demand, the labor wage is determined. Labor supply is affected by the level of wages in other labor markets to which workers have access, the level of non-labor income, the shift in preferences between consumption and employment, the non-wage characteristics of jobs, and the number of workers offering work for the same skilled labor positions. The labor demand, in addition to changes in the demand for the product manufactured, the prices of other factors of production and the number of firms asking for work, is mainly affected by changes in labor productivity. Traditional microeconomic theory admits the correlation between wages and labor productivity. Workers' unions have as their main purpose, among other things, the improvement of the monetary remuneration of their members. However, when the labor unions refuse to accept a reduction in wages, the balancing function of the market is lost, the wage does not decrease and a gap appears between the quantity offered and demanded. Therefore, wage rigidity disables the automatic labor market balancing mechanism. In order to investigate the relationship between productivity and wages in Greece and Germany for the period 2000 to 2021, we have drawn data from the website of the Organization for Economic Co-operation and Development (OECD, 2023). Specifically, the following indicators were extracted: • Labour productivity Annual growth rate (%), • Labour Compensation per hour worked Total Annual growth rate (%) and • the Unit Labour Costs By hours worked, Percentage change, previous period. According to the data collected regarding Greece, we observe a strong discrepancy between labor productivity and labor wages, mainly until the Great Recession of 2008, with the amount of labor wages exceeding the corresponding size of labor productivity, a phenomenon that originated mainly from the pressure exerted by the unions for wage increases, until that time. Regarding trade union action in Greece, the legislative interventions of the 1990s allowed for a dramatic increase in the institutional strength of the Greek labor movement until 2012. The strong trade unions of civil servants and public enterprises managed to secure very high wages and incomes for their members. The structure of Greece's economic and political systems is characterized by a relatively large public sector and work in it is organized in strong independent trade unions. There are important strategic interactions between these unions and the government that cause high spending bias and, consequently, high taxes and high debt accumulation. Greece is characterized by a high degree of state control. This fact led to further distortions in the economy, reducing the overall productivity of the factors of production, the production itself, the growth and the ability of Greece to face the public debt crisis that broke out in 2010. In the period 2000 - 2010, Greece faces difficulties due to having lost its competitiveness. As a consequence of the debt crisis a reduction of labor wages appears, which resulted by the fact that at the beginning of 2010, Greece switched from an expansionary to an extreme restrictive fiscal policy, in exchange for the external financial support received from the countries of the Eurozone and the IMF. The memorandum brought about wage and pension cuts, mass unemployment, tax increases and the collapse of the collective bargaining system adopted in 1990. In contrast, in Germany, unions have shown extraordinary persistence in holding down wages for extended periods of time over the past two decades, even in times of rising labor productivity and falling unemployment. The wage restraint exhibited by unions there contributed to the low wage growth seen in Germany between 2000 and 2008. After the Great Depression, with unemployment rates at a record low in Germany, unions became more aggressive regarding their wage demands and during this period wage growth began to accelerate. Germany sought to improve its competitiveness through smaller increases in unit labor costs. The increase in competitiveness contributed to the reduction of unemployment, to particularly low levels. The action of the unions both in Greece and Germany after the year 2000 had significant results. In the period 2000-2010, Greece faced difficulties, having lost its competitiveness in relation to Germany. Since 1999, wage costs have increased by almost 20% less in Germany than in southern Europe. In this context, the need for the southern European members of the Eurozone to reduce their wage costs, in order to regain the competitiveness they lost after the adoption of the common currency, is emphasized. In conclusion, the research results in the finding that if unions play an important role in the wage-setting process and generally demand high wages, some wage restraint for a limited period may be a beneficial response to economic shocks or longer-term adverse economic developments.el


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής