Η αγορά εργασίας στη Γερμανία και στην Ελλάδα, η επίδραση των συνδικάτων, συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις αμοιβές εργασίας τη χρονική περίοδο 2000 - 2021
The labour market of Germany and Greece, the impact of trade unions, a comparative analysis between labour productivity and labour compensation for the period between 2000 - 2021
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Συγγραφέας
Μαζαράκης, Απόστολος
Ημερομηνία
2023-09Επιβλέπων
Καμμάς, ΠαντελήςΘεματική επικεφαλίδα
Αγορά εργασίας -- Γερμανία ; Αγορά εργασίας -- Ελλάδα ; Εργατικά σωματεία -- Γερμανία ; Εργατικά σωματεία -- Ελλάδα ; Εργασιακή πολιτική -- Γερμανία ; Εργασιακή πολιτική -- Ελλάδα ; Εργασιακή παραγωγικότητα -- Γερμανία ; Εργασιακή παραγωγικότητα -- Ελλάδα ; Εργατικό κόστος -- Γερμανία ; Εργατικό κόστος -- Ελλάδα ; Μισθοί -- Γερμανία ; Μισθοί -- ΕλλάδαΛέξεις κλειδιά
Αγορά εργασίας ; Εργατικά συνδικάτα ; Παραγωγικότητα εργασίας ; Αμοιβές έργασίας ; Μοναδιαίο κόστος εργασίας ; Labor market ; Trade unions ; Labor productivity ; Labor compensation ; Unit labor costsΠερίληψη
Τα οικονομικά της εργασίας, κάνουν την παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν την
καλύτερη δυνατή θέση απασχόλησης και υποθέτουν ότι οι επιχειρήσεις επιδιώκουν
την κερδοφορία. Εργαζόμενοι και εργοδότες, έχουν διαφορετικούς αντικειμενικούς
σκοπούς. Οι μεν πρώτοι επιδιώκουν να πουλήσουν την εργασία τους στην υψηλότερη
τιμή, ενώ οι εργοδότες, επιθυμούν να αγοράσουν εργασία στη χαμηλότερη τιμή. Οι
τύποι των οικονομικών ανταλλαγμάτων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων,
περιορίζονται από ένα σύνολο κρατικών κανόνων, που καθορίζουν τις συναλλαγές
στην αγορά εργασίας.
Μέσα από το μηχανισμό της προσφοράς και ζήτησης εργασίας προκύπτει και ο
προσδιορισμός του εργατικού μισθού. Η προσφορά εργασίας επηρεάζεται από το
επίπεδο των μισθών σε άλλες αγορές εργασίας στις οποίες έχουν πρόσβαση οι
εργαζόμενοι, το επίπεδο του εισοδήματος που δεν προέρχεται από εργασία, την
μεταβολή των προτιμήσεων μεταξύ κατανάλωσης και σχόλης, τα μη μισθολογικά
χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας και τον αριθμό των εργαζομένων που
προσφέρει εργασία για τις ίδιες θέσεις ειδικευμένης εργασίας. Η ζήτηση εργασίας,
πέρα από τις μεταβολές στη ζήτηση για το παραγόμενο προϊόν, τις τιμές των άλλων
συντελεστών παραγωγής και τον αριθμό των επιχειρήσεων που ζητούν εργασία,
επηρεάζεται κυρίως από μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Η παραδοσιακή μικροοικονομική θεωρία παραδέχεται τη συσχέτιση μεταξύ μισθών
και παραγωγικότητας εργασίας.
Τα σωματεία εργαζομένων, έχουν ως κύριο σκοπό, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση των
χρηματικών αποδοχών των μελών τους. Όταν όμως τα εργατικά σωματεία, αρνούνται
να δεχτούν μείωση του μισθού, χάνεται η εξισορροπητική λειτουργία της αγοράς, ο
μισθός δε μειώνεται και εμφανίζεται διάσταση ανάμεσα στην προσφερόμενη και
ζητούμενη ποσότητα. Επομένως, η ακαμψία των μισθών, αδρανοποιεί τον αυτόματο
μηχανισμό εξισορρόπησης της αγοράς εργασίας.
Προκειμένου να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τις
αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα και τη Γερμανία για την περίοδο από το έτος 2000
έως και το έτος 2021, αντλήσαμε στοιχεία μέσα από τον ιστότοπο του Οργανισμού
Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, 2023). Συγκεκριμένα εξήχθησαν
οι ακόλουθοι δείκτες :
Η Παραγωγικότητα εργασίας σε ετήσιο ρυθμό αύξησης (%),
Η Αποζημίωση εργασίας ανά ώρα εργασίας σε συνολικό ετήσιο ρυθμό
ανάπτυξης (%) και
το Μοναδιαίο Κόστος εργασίας ανά ώρα εργασίας σε ποσοστό μεταβολής της
προηγούμενης περιόδου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που αντλήθηκαν αναφορικά με την Ελλάδα, παρατηρούμε
έντονη απόκλιση μεταξύ της παραγωγικότητας εργασίας και των αμοιβών εργασίας
κυρίως μέχρι τη Μεγάλη ύφεση του 2008, με το ύψος των αμοιβών εργασίας να
υπερκαλύπτει το αντίστοιχο μέγεθος της παραγωγικότητας εργασίας, φαινόμενο που
προερχόταν κυρίως από τις πιέσεις που ασκούσαν τα συνδικάτα για αυξήσεις μισθών,
μέχρι εκείνη την περίοδο.
Σχετικά με τη δράση των συνδικάτων στην Ελλάδα, οι νομοθετικές παρεμβάσεις του
1990 επέτρεψαν τη δραματική αύξηση της θεσμικής δύναμης του ελληνικού
εργατικού κινήματος μέχρι το 2012. Τα ισχυρά συνδικάτα δημοσίων υπαλλήλων και
δημόσιων επιχειρήσεων κατάφεραν να εξασφαλίσουν πολύ υψηλούς μισθούς και
εισοδήματα για τα μέλη τους. Η δομή των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων
της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά μεγάλο δημόσιο τομέα και η εργασία
σε αυτόν οργανώνεται σε ισχυρά ανεξάρτητα συνδικάτα. Υπάρχουν σημαντικές
στρατηγικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των συνδικάτων και της κυβέρνησης που
προκαλούν υψηλή μεροληψία δαπανών και, κατά συνέπεια, υψηλούς φόρους και
υψηλή συσσώρευση χρέους. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό κρατικού
ελέγχου.
Το γεγονός αυτό οδήγησε σε περαιτέρω στρεβλώσεις στην οικονομία, μειώνοντας τη
συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, την παραγωγή, την
ανάπτυξη και την ικανότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει την κρίση δημόσιου
χρέους που ξέσπασε το 2010. Την περίοδο 2000 - 2010, η Ελλάδα αντιμετωπίζει
δυσκολίες έχοντας χάσει την ανταγωνιστικότητά της.
Ως συνέπεια της κρίσης χρέους εμφανίζεται η μείωση των αμοιβών εργασίας, που
ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στις αρχές του 2010, η Ελλάδα πέρασε από μία
επεκτατική σε μία ακραία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, ως αντάλλαγμα της
εξωτερικής χρηματοδοτικής στήριξης που λήφθηκε από τις χώρες της ευρωζώνης και
το ΔΝΤ. Το μνημόνιο επέφερε περικοπές μισθών και συντάξεων, μαζική ανεργία,
αυξήσεις φόρων και την κατάρρευση του συλλογικού συστήματος διαπραγματεύσεων
που είχε υιοθετηθεί το 1990.
Αντίθετα, στη Γερμανία τα συνδικάτα επέδειξαν εξαιρετική επιμονή στη συγκράτηση
των μισθών για παρατεταμένες χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια των τελευταίων
δύο δεκαετιών, ακόμη και σε περιόδους αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας και
μείωσης της ανεργίας. Η μισθολογική συγκράτηση που επέδειξαν τα συνδικάτα εκεί,
συνέβαλε στη χαμηλή αύξηση των μισθών που παρατηρήθηκε στη Γερμανία μεταξύ
2000 και 2008.
Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, με τα ποσοστά ανεργίας σε χαμηλό ρεκόρ στη Γερμανία, τα
συνδικάτα γίνονται πιο επιθετικά ως προς τις μισθολογικές τους απαιτήσεις και κατά
την περίοδο αυτή η αύξηση των μισθών αρχίζει να επιταχύνεται.
Η Γερμανία επεδίωξε τη βελτίωση της στην ανταγωνιστικότητα μέσω μικρότερων
αυξήσεων στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας
συνέβαλε στη μείωση της ανεργίας, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Η δράση των συνδικάτων στην Ελλάδα και τη Γερμανία μετά το έτος 2000, είχε
βαρυσήμαντα αποτελέσματα. Την περίοδο 2000 - 2010, η Ελλάδα αντιμετωπίζει
δυσκολίες, έχοντας χάσει την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τη Γερμανία. Από
το 1999, το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά περίπου 20% λιγότερο στη Γερμανία
από ό,τι στη νότια Ευρώπη. Στα πλαίσια αυτά, τονίζεται η ανάγκη τα νότια
ευρωπαϊκά μέλη της ευρωζώνης να μειώσουν το μισθολογικό τους κόστος για να
ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα που έχασαν μετά την υιοθέτηση του κοινού
νομίσματος.
Συμπερασματικά, η έρευνα καταλήγει στη διαπίστωση ότι εάν τα συνδικάτα
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία καθορισμού των μισθών και γενικά
απαιτούν υψηλούς μισθούς, ορισμένη συγκράτηση των μισθών για περιορισμένο
χρονικό διάστημα μπορεί να είναι μια ευεργετική απάντηση σε καταστάσεις
οικονομικού σοκ ή σε πιο μακροπρόθεσμες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Περίληψη
Labor economics admits that workers seek the best possible employment position and
assumes that firms pursue profitability. Employees and employers have different
objectives. The former seek to sell their labor at the highest price, while the employers
wish to buy labor at the lowest price. The types of economic exchanges between
employers and employees are limited by a set of government rules that determine
labor market transactions.
Through the mechanism of labor supply and demand, the labor wage is determined.
Labor supply is affected by the level of wages in other labor markets to which
workers have access, the level of non-labor income, the shift in preferences between
consumption and employment, the non-wage characteristics of jobs, and the number
of workers offering work for the same skilled labor positions. The labor demand, in
addition to changes in the demand for the product manufactured, the prices of other
factors of production and the number of firms asking for work, is mainly affected by
changes in labor productivity.
Traditional microeconomic theory admits the correlation between wages and labor
productivity.
Workers' unions have as their main purpose, among other things, the improvement of
the monetary remuneration of their members. However, when the labor unions refuse
to accept a reduction in wages, the balancing function of the market is lost, the wage
does not decrease and a gap appears between the quantity offered and demanded.
Therefore, wage rigidity disables the automatic labor market balancing mechanism.
In order to investigate the relationship between productivity and wages in Greece and
Germany for the period 2000 to 2021, we have drawn data from the website of the
Organization for Economic Co-operation and Development (OECD, 2023).
Specifically, the following indicators were extracted:
• Labour productivity Annual growth rate (%),
• Labour Compensation per hour worked Total Annual growth rate (%) and
• the Unit Labour Costs By hours worked, Percentage change, previous period.
According to the data collected regarding Greece, we observe a strong discrepancy
between labor productivity and labor wages, mainly until the Great Recession of
2008, with the amount of labor wages exceeding the corresponding size of labor
productivity, a phenomenon that originated mainly from the pressure exerted by the
unions for wage increases, until that time.
Regarding trade union action in Greece, the legislative interventions of the 1990s
allowed for a dramatic increase in the institutional strength of the Greek labor
movement until 2012. The strong trade unions of civil servants and public enterprises
managed to secure very high wages and incomes for their members. The structure of
Greece's economic and political systems is characterized by a relatively large public
sector and work in it is organized in strong independent trade unions. There are
important strategic interactions between these unions and the government that cause
high spending bias and, consequently, high taxes and high debt accumulation. Greece
is characterized by a high degree of state control.
This fact led to further distortions in the economy, reducing the overall productivity of
the factors of production, the production itself, the growth and the ability of Greece to
face the public debt crisis that broke out in 2010. In the period 2000 - 2010, Greece
faces difficulties due to having lost its competitiveness.
As a consequence of the debt crisis a reduction of labor wages appears, which resulted
by the fact that at the beginning of 2010, Greece switched from an expansionary to an
extreme restrictive fiscal policy, in exchange for the external financial support
received from the countries of the Eurozone and the IMF. The memorandum brought
about wage and pension cuts, mass unemployment, tax increases and the collapse of
the collective bargaining system adopted in 1990.
In contrast, in Germany, unions have shown extraordinary persistence in holding
down wages for extended periods of time over the past two decades, even in times of
rising labor productivity and falling unemployment. The wage restraint exhibited by
unions there contributed to the low wage growth seen in Germany between 2000 and
2008.
After the Great Depression, with unemployment rates at a record low in Germany,
unions became more aggressive regarding their wage demands and during this period
wage growth began to accelerate.
Germany sought to improve its competitiveness through smaller increases in unit
labor costs. The increase in competitiveness contributed to the reduction of
unemployment, to particularly low levels.
The action of the unions both in Greece and Germany after the year 2000 had
significant results. In the period 2000-2010, Greece faced difficulties, having lost its
competitiveness in relation to Germany. Since 1999, wage costs have increased by
almost 20% less in Germany than in southern Europe. In this context, the need for the
southern European members of the Eurozone to reduce their wage costs, in order to
regain the competitiveness they lost after the adoption of the common currency, is
emphasized.
In conclusion, the research results in the finding that if unions play an important role
in the wage-setting process and generally demand high wages, some wage restraint
for a limited period may be a beneficial response to economic shocks or longer-term
adverse economic developments.
Αριθμός σελίδων
92Σχολή
Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών ΕπιστημώνΑκαδημαϊκό Τμήμα
Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής ΠολιτικήςΤίτλος Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών
Εκπαίδευση, Ανθρώπινο Δυναμικό, Πολιτικές ΑπασχόλησηςΓλώσσα
ΕλληνικάΠεριγραφή
Αριθμός Εισαγωγής: 013743 cdΣχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με τίτλο, συγγραφέα, δημιουργό και θέμα.
-
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις από το 1950 έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου
Καπαγιάννη, Παντελίτσα (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, 2023)Η παρούσα εργασία καταγράφει πλευρές των Ελληνογερμανικών σχέσεων σε οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο από το 1950 έως το τέλους του ψυχρού πολέμου. Πρώτος σταθμός οι σχέσεις Αθήνας – Βόννης κατά την ... -
Η εφαρμογή του ηλεκτρονικού φακέλου ασθενών στη Γερμανία και στην Ελλάδα: Συγκριτική ανάλυση
Νικολάου, Χρύσα (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, 2023-10-26)Σε μια εποχή όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν αναδιαμορφώσει κάθε πτυχή της ζωής μας, η ιερότητα και η πολυπλοκότητα της υγειονομικής περίθαλψης δεν έχουν εξαιρεθεί. Σκεφτείτε έναν κόσμο όπου κάθε ιατρική αλληλεπίδραση, ... -
Δια βίου μάθηση, χαρακτηριστικά του συστήματος της ΕΕΚ (Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση), διαρροή, δυϊκό σύστημα-μαθητεία: στην χώρα μας και στη Γερμανία
Κόκκορα, Ευτυχία (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, 2017)Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναδειχθεί η ανάγκη αναβάθμισης της ΕΕΚ (Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση) στην ΕΕ και κυρίως στην Ελλάδα η οποία βρίσκεται σε βαθιά οικονομική ύφεση καθώς και πολιτικές ...